Μακριά μου να φύγεις

      (Μια φανταστική ιστορία πίσω από ένα τραγούδι)

 

 454545454

 

Τον Κωστή τον γνώρισε όταν ήτανε ακόμη δεκαεφτά. Είχε πιαστεί η φούστα της στην πόρτα του λεωφορείου και εκείνος με μαεστρία ξεσκάλωσε τη φούστα και σκάλωσε την Ελενίτσα πάνω του. Δεν χρειάστηκαν παραπάνω κοινές διαδρομές. Κάθε Τρίτη με το ίδιο κόκκινο φόρεμα η Ελενίτσα κι ο Κωστής συναντιότανε κρυφά για πορτοκαλάδα, εκείνος μερακλής έπαιρνε έναν ελληνικό ναι και όχι. Το κόκκινο αγαπημένο χρώμα του Κωστή, έγινε και αγαπημένο της Ελενίτσας. Μόλις πάτησε τα δεκαοκτώ μετά την αρραβώνα την έβαλε και στο κόμμα.

Όχι,  δεν ήξερε να λέει η Ελενίτσα παρόλα αυτά είχε μάθει σχεδόν απ’ έξω τα δεινά που επιφέρει η πλουτοκρατία στον προλετάριο λαό που με πείσμα αναπαρήγαγε στην κρυφά περήφανη μάνα της και στον  σοσιαλιστή πατέρα της που καθόλου δεν καμάρωνε για τα νεανικά τερτίπια της μικρής του. «Πλύση εγκεφάλου σου έχει κάνει ο άπλυτος, να δω ποιος θα σου βρει δουλειά με τέτοια μυαλά;» της έλεγε απειλητικά. Εκείνη δεν μιλούσε, τον κοίταζε με μάτια γουρλωμένα πιστή στις ιδέες της.  «Εμένα μου αρέσει κορίτσι μου, σωστό παλικάρι, όχι σαν τον πατέρα σου τον βολεμένο, αλλά να βρει μια καλύτερη δουλειά, δεν μπορεί να μείνει μια ζωή στο χαμαλίκι, θα πω και του πατέρα σου…» έκλεινε την κουβέντα βιαστικά η μάνα της αφού ο σύζυγος απομακρύνονταν αρκετά ώστε να μην ακούσει.

― Έλα βρε Κωστή μου, για το καλό μας θα είναι.

― Δεν μπαίνω στο δημόσιο ρε Ελένη, είναι θέμα αρχών.

― Μέχρι να ψυχοπιάσουμε κι ύστερα έχει ο θεός, κάτι θα βρούμε…

― Δεν υπάρχει θεός και δεν μπαίνω στο δημόσιο, είπα κάτι  πάει και τελείωσε Ελενίτσα!

Το μεσημεριανό ήταν ήδη από ώρα στρωμένο και τα πεθερικά μαζεμένα περίμεναν τον λεβέντη.  Όταν ο Κώστας μπήκε στο σπίτι σάστισε. Σε λίγα λεπτά αρχίσανε τα –καλωσόρισες λεβέντη μου- και τα –με το καλό- και –σιδερένιος-,  η πρώτη του μέρα ως τραπεζικός υπάλληλος στην τράπεζα Ελλάδος ήταν γεγονός. Αμάσητο το κοτόπουλο για τον Κωστή, αντίθετα από τους υπολοίπους που έτρωγαν με μανία γλείφοντας τα κόκαλα. Το γλυκό ήταν κορμός αλλά ο Κώστας ήταν κουρασμένος και ήθελε να πάει σπίτι του.

Ξάπλωσε ανάβοντας ένα τσιγάρο Κεράνη, η Ελενίτσα είχε μείνει να γιορτάσει και να μαζέψει. Στην πραγματικότητα δεν νύσταζε καθόλου. Τελειώνοντας το τσιγάρο του ξεδίπλωσε ένα σεντόνι και έβαλε προσεκτικά σε στοίβες τα βιβλία του. Σχεδόν ντροπιασμένος κάπως έτσι έκλεισε στο πατάρι όλη την πολιτική του συλλογή, αποχαιρέτησε τον Λουντέμη, φίλησε τον Ρίτσο και δάκρυσε μπροστά στον Πατρίκιο.

Ανοίξανε το σπίτι με την Ελενίτσα, το δικό τους το σπίτι, το σπίτι ενός τραπεζικού υπαλλήλου και μιας γραμματέως σε δικηγορικό γραφείο.  Παπαγεωργίου το αφεντικό, γνωστό τσιράκι του κέντρου, σίχαμα για τα μάτια του Κώστα, θεός για εκείνα της Ελενίτσας. Δεκαεννιά πια και μεθυσμένη από τις νομικές του γνώσεις. Ο Κώστας ένας υπαλληλάκος με βύσμα του πατέρα της. Ούτε εικοσιτέσσερα όμως και όμορφος, περισσότερο όμορφος από καθένα άλλον μέσα στην τράπεζα, ουρές έκαναν οι πελάτισσες για μια δική του σφραγίδα και για μια ευγενική καλημέρα του.

Είκοσι τρία η Ελενίτσα και κάθε προσπάθεια για παιδί έπεφτε στο γκρεμό. Κλάματα, γιατροί αποτέλεσμα κανένα. «Θα προσπαθήσουμε Ελενίτσα μου, μη μου στεναχωριέσαι μάτια μου» της έλεγε. «Αφού δεν θες πραγματικά» του απαντούσε. Κι εκείνος για να μην την ταράξει την έπαιρνε αγκαλιά και σκούπιζε τα κλάματα της.

Κάθε μεσημέρι με την επιστροφή του Κωστή από την τράπεζα  άρχιζε και ένας σωρός από ερωτήσεις για τις συναδέλφους και τις πελάτισσες  που ο Κώστας απαντούσε κατά γράμμα.  Τα άπλυτα του περνούσαν από διπλό έλεγχο και όταν αργούσε να γυρίσει σπίτι η Ελενίτσα έλεγε με τα χέρια της όσα όχι δεν είχε πει σε όλη της τη ζωή.

«Θα φύγω Κωστάκη με αυτά που μου κάνεις» του έλεγε κάθε μέρα «Θα φύγω και θα με ψάχνεις» απειλούσε. Εκείνος προσπαθώντας να την πείσει πως δεν είναι ελέφαντας  τελικά θύμωνε, έφευγε από το σπίτι και περνούσε τα απογεύματα του στο απέναντι καφενείο.

Μια Παρασκευή μεσημέρι η Ελενίτσα έλειπε από το σπίτι, φαγητό δεν υπήρχε αλλά ο Κώστας το είχε συνηθίσει τον τελευταίο μήνα. Η δυσκολία στην απόκτηση παιδιού δυο χρόνια τώρα την είχε επηρεάσει.  Έλειπε ώρες στη μάνα της προσπαθώντας να βρούνε τρόπο με μαντζούνια και βοτάνια μπας και πιάσει παιδί.

Βγήκε ως τη γωνία να πάρει ένα σουβλάκι. Η τύχη που σχεδόν ποτέ δεν ήταν με το μέρος του Κώστα δεν του χαμογέλασε ούτε αυτή τη φορά. Σκέφτηκε να περπατήσει ως τη ψησταριά του Στέλιου που γυρνώντας τον είδε ανοιχτό. Δεν είχε πει κουβέντα στην Ελένη για τις μαγουλάδες που είχε περάσει πριν λίγα χρόνια, του είχε πει η μάνα του πως μπορεί αυτό να φταίει που η Ελενίτσα δεν πιάνει παιδί. Δεν τολμούσε ούτε μόνος του να το σκεφτεί.

Κάθισε σε ένα τραπέζι και μπουκώθηκε με δυο σουβλάκια. Πάντα έτσι μπουκωμένος έτρωγε. Γρήγορα και με στόμα γεμάτο τόσο που καμία φορά λες και θα ξεχείλωναν τα χείλια του. Ύστερα έπεφτε για μεσημεριανό ύπνο και το βράδυ εφημερίδα, όχι ριζοσπάστη πια, μια άλλη που έβρισκε κάθε πρωί πάνω στο τραπέζι, δώρο του πεθερού που τον έκανε άνθρωπο, όπως έλεγε.

Για το μόνο που άντεχε ήταν η Ελενίτσα.  Ξυπνούσε και την έβλεπε δίπλα του και δεν του έλειπε τίποτα. «Ποτέ δεν θα σε αφήσω εσένα, να το ξέρεις» του είχε πει έτσι απειλητικά που σχεδόν είχε τρομάξει στη πρώτη τους πορτοκαλάδα. «Όλα μαζί θα τα περάσουμε» του ψιθύριζε τα πρώτα βράδια πριν την αρραβώνα.

Σηκώθηκε πίνοντας στα όρθια μια πορτοκαλάδα. Πλήρωσε και έφυγε βιαστικά. Σαν να θυμήθηκε πόσο πολύ αγαπάει τη γυναίκα του, έτσι στα ξαφνικά, έξω από την τραπεζική καθημερινότητα και τα προβλήματα.

― Έξι τριαντάφυλλα θέλω, έξι κόκκινα τριαντάφυλλα. Ένα για κάθε χρόνο.

― Κι εσύ κρεμασμένος αδερφέ;  Όλοι την ίδια παντόφλα τρώμε, υπομονή…

― Ερωτευμένος αδερφέ, όχι κρεμασμένος. Καλό βράδυ να έχεις.

Είπε στον ανθοπώλη με ιδιαίτερη σιγουριά για τα αισθήματά του, σαν να ήταν ο μοναδικός επάνω στη γη που ζούσε αυτό το ανεξήγητο και μεγαλειώδες συναίσθημα.

Τραγουδώντας στο μυαλό του το «έχω ένα μυστικό» με ενθουσιασμό σαν μια άλλη Αλίκη χοροπηδούσε στο πεζοδρόμιο. Το χαμόγελο του κοκκίνιζε πιο πολύ τα τριαντάφυλλα και τα χαμόγελα από τους περαστικούς έδιναν και έπαιρναν. Η φόρα του ήταν μεγαλύτερη από την προσοχή του, το βήμα του γρήγορο και  ο δρόμος γεμάτος  αυτοκίνητα. Ένα χέρι τον σταμάτησε ξαφνικά και του έδειξε το κόκκινο που είχε για τους πεζούς.  Κάποια άγνωστη του φώναξε «που πας;» και η ένταση της φωνής της έκοψε απότομα το βήμα του.

Στον απέναντι δρόμο διέκρινε το αυτοκίνητο του Δικηγόρου και μουρμουρίζοντας άρχισε τα μπινελίκια. Με ευγένεια και πάντα κατά τους τύπους ο κ. Παπαγεωργίου άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και από μέσα βγήκε η Ελενίτσα.  «Όχι» σχημάτισαν τα χείλη της περιπαιχτικά και χαριτωμένα. Ο Παπαγεωργίου τράβηξε την Ελενίτσα απότομα πάνω του και τη φίλησε με ένταση στα χείλη, ξαπλώνοντας την σχεδόν στο γυαλισμένο καπό του αυτοκινήτου. Ένα λεωφορείο διέκοψε την σκηνή. Το πράσινο άναψε και πάλι για τους πεζούς.  Όταν ο Κώστας ξεκίνησε να περνάει τον δρόμο η Ελενίτσα και το αυτοκίνητο του δικηγόρου είχαν εξαφανιστεί.

Εκείνος προσπάθησε να κόψει δρόμο μέσα από το πάρκο αφ’ ενός για να φτάσει πρώτος  και αφ’ ετέρου για να μην τον δει η Ελενίτσα που θα γύριζε την ίδια ώρα. Ένα τετράγωνο χώριζε και τους δύο από το σπίτι αλλά ο Κωστής έφτασε πρώτος. Μπήκε μέσα λαχανιασμένος και άναψε ένα τσιγάρο αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή.

Εκείνη μπήκε μέσα ενθουσιασμένη. «Αγάπη μου, τι λουλούδια είναι αυτά; Για εμένα; Γιορτάζουμε κάτι;» «Για εσένα είναι, θυμήθηκα πως αγαπάς τα τριαντάφυλλα» είπε αποκαμωμένος. «Τώρα θα αγαπάω και κάτι άλλο εκτός από τα τριαντάφυλλα» συνέχισε ανοιγοκλείνοντας τσαχπίνικα τις πυκνές της βλεφαρίδες.

― Τι πράγμα θα αγαπάς τώρα Ελενίτσα μου;

― Εσένα και…

― Εμένα και τι στο διάολο;

― Α… Κωστάκη μη μου μιλάς έτσι γιατί δεν το έχω σε πολύ να φύγω… Εγώ που ήρθα να σου πω νέα χαρούμενα!

―Πες μου, πες μου τα νέα.

―Τα καταφέραμε αγάπη μου! Είμαι έγκυος!

―Τι είσαι;

―Δεν χάρηκες Κωστάκη; Δεν το πιστεύω ότι δεν χάρηκες! Τι τρόπος είναι αυτός;

― Α! Ρε Ελενίτσα  την καρδιά μου τη πλήγωσες,  μ’ έκανες και πόνεσα να το ξέρεις,  εσύ δε μ’ αγαπάς, ούτε με πονάς ρε Ελενίτσα. Πίστεψα στα λόγια σου που πολλά μου έλεγες. Εσύ δε μ’ αγαπάς όμως ρε Ελενίτσα. Να φύγεις, μακριά μου να φύγεις, δεν θέλω ξανά να σε δω, να φύγεις Ελενίτσα μου.

Τα τριαντάφυλλα είχα σκορπίσει στο πάτωμα και τα έξι. Ο Κωστάκης το κακό παιδί που με πείσμα το κάνανε καλό έφυγε αυτός τελικά.

Εγώ είχα πάει για να ζητήσω λίγο ζάχαρη που με είχε στείλει η μάνα μου. «Θα ξανάρθει Ελενίτσα μη κλαις» της είπα νομίζοντας πως ήταν ένας από τους καυγάδες τους γνωστούς που ακούγαμε καθημερινά στη γειτονιά. Τι να καταλάβαινα δέκα χρονών παιδί; Μετά τα μάθαμε όλα με το νι και με το σίγμα από τις καλές γλώσσες της γειτονιάς.

Εκείνη τη μέρα ο πατέρας μου τον ήπιε τον καφέ πικρό  μιας και η Ελενίτσα έφυγε από το σπίτι και άφησε σε εμένα να κλείσω τη πόρτα. Δεν την ξαναείδα. Χρόνια όμως σκεφτόμουν τα λόγια του Κωστή «Μακριά μου να φύγεις» και έτσι τα έκανα τραγούδι.       Από τότε, πάντα όταν βλέπω καμία γιαγιά στο λεωφορείο και κανέναν παππού νομίζω πως θα πιαστεί η φούστα της στη πόρτα και ύστερα θα τους ξαναδώ στη γειτονιά να μαλώνουνε και να αγαπιούνται πάλι από την αρχή με τα μαλλιά τους κάτασπρα.

 

(Εμπνευσμένο από το το «Μακριά μου να φύγεις»  

Στίχοι:   Κώστας Βίρβος, Μουσική:  Πάνος Γαβαλάς & Αργύρης Κουλούρης)

Σχολιάστε